- αντιβραχίονας
- ο1. (στα άνω άκρα) το από τον καρπό ως τον αγκώνα μέρος του χεριού, ο πήχυς2. ο δευτερεύων μώλος τεχνητού λιμανιού, που δέχεται μόνο ασθενή κύματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek